βουληφορος

βουληφορος
    βουληφόρος
    βουλη-φόρος
    дор. Pind. βουλᾱφόρος 2
    1) дающий советы, являющийся советником
    

(ἀνέρ β. καὴ ἀγορητής Hom.)

    2) совещательный
    

(ἀγοραί Hom., Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βουληφορος" в других словарях:

  • βουληφόρος — και (δωρ. τ.) βουλαφόρος, ον (Α) 1. αυτός που εκφέρει γνώμη 2. βουλευτής, μέλος του συμβουλίου των γερόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλή + φορος < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • βουληφόρος — counselling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουληφόρον — βουληφόρος counselling masc/fem acc sg βουληφόρος counselling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουληφόρως — βουληφόρος counselling adverbial βουληφόρος counselling masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουληφόρε — βουληφόρος counselling masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουληφόροι — βουληφόρος counselling masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουληφόροις — βουληφόρος counselling masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουληφόρου — βουληφόρος counselling masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουληφόρους — βουληφόρος counselling masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουληφόρων — βουληφόρος counselling masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουληφόρῳ — βουληφόρος counselling masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»